-
1 дошкольный
-
2 дошкольник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дошкольник
-
3 дошкольный
дошкольн||ыйприл προσχολικός. -
4 дошкольник
[ντασκόλ'νικ] ста α. προσχολικός -
5 дошкольник
[ντασκόλ'νικ] ста α προσχολικός -
6 дошкольный
επ.προσχολικός•-ое воспитание προσχολική αγωγή•
дошкольный возраст προσχολική ηλικία.
См. также в других словарях:
προσχολικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με τη ζωή του παιδιού πριν από την είσοδο στο σχολείο, δηλ. από τη γέννηση μέχρι την υποχρεωτική εκπαίδευση («προσχολική εκπαίδευση» ή «προσχολική αγωγή» η αγωγή κατά τα πρώτα χρόνια τής παιδικής ηλικίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + … Dictionary of Greek