Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ый προσχολικός

См. также в других словарях:

  • προσχολικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με τη ζωή του παιδιού πριν από την είσοδο στο σχολείο, δηλ. από τη γέννηση μέχρι την υποχρεωτική εκπαίδευση («προσχολική εκπαίδευση» ή «προσχολική αγωγή» η αγωγή κατά τα πρώτα χρόνια τής παιδικής ηλικίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»